- ελκωματικός
- -ή, -ό (Α ἑλκωματικός, -ή, -όν)αυτός που προξενεί ελκώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑλκωματικήν — ἑλκωματικός causing sores fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελκωτικός — ἑλκωτικός, ή, όν (AM) 1. ελκωματικός 2. ερεθιστικός … Dictionary of Greek